- αναδιορισμός
- οξαναδιορισμός: Ο αναδιορισμός του δημοσιεύτηκε στην «Eφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… … Dictionary of Greek
αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek